- ἀλόωνται
- ἀλόω, ἀλόωνται: see ἀλάομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀλόωνται — ἀλάομαι wander pres subj mp 3rd pl (epic) ἀλάομαι wander pres ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἀλόω pres subj mp 3rd pl (epic) ἀλόω pres ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek